Πέρασαν οι μέρες..
Στις 21/11 το απόγευμα μίλησα με τη μάνα μου και μου είπε ότι δεν είναι καλά τα πράγματα, το βράδυ ετοίμασα τα πράγματά μου, με πήρε ξανά τα μεσάνυχτα να μου πει ότι θα είναι καλά να πάω. Η διάθεση χάλια. Φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω. 22-11 Έφυγα κατά τις 9 και κάτι το πρωί, θα έφευγα πιο νωρίς αλλά δεν θα έβρισκα βενζινάδικο ανοιχτό να γεμίσω. Έκανα δύο στάσεις στο δρόμο μικρές. Όσο πλησίαζα τόσο χτυπούσε η καρδιά μου από φόβο και άγχος. Στις 2 και 10 το μεσημέρι ήμουν στο σπίτι. Μπήκα από την πάνω πόρτα, ησυχία, κάτι ψίθυροι μόνο από κάτω. Άφησα τους σάκους στο διάδρομο, κοίταξα τριγύρω, μπήκα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.
Στις 21/11 το απόγευμα μίλησα με τη μάνα μου και μου είπε ότι δεν είναι καλά τα πράγματα, το βράδυ ετοίμασα τα πράγματά μου, με πήρε ξανά τα μεσάνυχτα να μου πει ότι θα είναι καλά να πάω. Η διάθεση χάλια. Φοβόμουν ότι δεν θα προλάβω. 22-11 Έφυγα κατά τις 9 και κάτι το πρωί, θα έφευγα πιο νωρίς αλλά δεν θα έβρισκα βενζινάδικο ανοιχτό να γεμίσω. Έκανα δύο στάσεις στο δρόμο μικρές. Όσο πλησίαζα τόσο χτυπούσε η καρδιά μου από φόβο και άγχος. Στις 2 και 10 το μεσημέρι ήμουν στο σπίτι. Μπήκα από την πάνω πόρτα, ησυχία, κάτι ψίθυροι μόνο από κάτω. Άφησα τους σάκους στο διάδρομο, κοίταξα τριγύρω, μπήκα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήρα κουράγιο και πήγα στη σκάλα. Πριν κατέβω στο πρώτο σκαλί, πέρασαν από το μυαλό μου σαν αστραπές, σκέψεις για το τι θα αντικρίσω Μου είχαν πει, ότι από την προηγούμενη φορά που πήγα έχει αλλάξει πολύ. Και να σκεφτείς ότι δεν πέρασε ούτε ένας μήνας. Πήρα φόρα και άρχισα να κατεβαίνω ένα ένα. Το κεφάλι στραμμένο στο σαλόνι.. Μια πολυθρόνα με πολλά μαξιλάρια, και στηριγμένο πάνω τους γεροντάκι 54 ετών. Γύρω γύρω μαυρίλα, θείες, αδερφές του, αυτός μικρότερος απ' όλες, και μαμά. Δάκρυσα κοιτάζοντας το θέαμα, δεν μπορούσα να βγάλω άχνα.
Πήγα κοντά και έκατσα δίπλα του, έπιασα το χέρι που άφησε η θεία μου. Κοιτούσε στα χαμένα. "Κώστα, ήρθε το παιδί, ο Γιάννης μας". Γύρισε και με κοίταξε. Έκανε ένα νεύμα και κοίταξε επάνω. Γύρισε με ξανακοίταξε και με ρώτησε κάτι, δεν το κατάλαβα, η ομιλία ήταν αχνή και διακεκομμένη, ξεψυχισμένη.. μου λέει η μαμά "Πότε ήρθες λέει". Πριν δέκα λεπτά μπαμπά, δεν είχε κίνηση στο δρόμο, ήρθα γρήγορα, χρειάζεσαι τίποτα; Με ένα νεύμα όχι. Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Οι γύρω έκλαιγαν και μιλούσαν σιγά. Στο ένα χέρι χαρτομάντιλο στο άλλο το κοκαλιάρικο χέρι.
Ένας γέρος 100 ετών που πριν 4 μήνες ανέβαινε σε σκαλωσιές και φόρτωνε ξύλα. Μέσα σε τρεις εβδομάδες και κυρίως την τελευταία εβδομάδα, δεν μπορούσε να μιλήσει, να καταπιεί, να σηκωθεί. Είχε μείνει μόνο το δέρμα ζαρωμένο, το πρήξιμο είχε προχωρήσει στα πόδια, κάπου κάπου έβγαζαν υγρό. Οι τρίχες λιγοστές στο κεφάλι ακόμη και στο μουστάκι, που το είχε καμάρι τόσα χρόνια. Όλες άσπρες. Και το δέρμα άσπρο και τα μάτια. Χεράκια παιδιού με παραπανίσιο δέρμα.
Λίγο τρίψιμο στη πλάτη και ανασήκωμα από την άβολη θέση ήταν αρκετά για να νιώσει καλύτερα. Το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Τα μάτια πότε κλειστά πότε ανοιχτά, και το στόμα ανοιχτό για μεγάλες ανάσες. Δεν μιλούσε, πότε κοίταζε γύρω γύρω με μάτια ορθάνοιχτα, δεν μπορούσα να καταλάβω αν έβλεπε κάτι ή απλά έκανε την κίνηση. Και κάπου κάπου άκουγες "Θεέ μου", έλεγε και κοιτούσε ψηλά, σαν να περίμενε. Και πόνος που ερχόταν και έφευγε. Και κάτι τρομακτικό. Χανόταν, σαν να έπεφτε σε κόμμα, τα μάτια γύριζαν, βαριανάσαινε και έγερνε το κεφάλι, το κρατούσε μία από τις θείες, μέχρι να επανέλθει, 5, 10, 15 λεπτά και ξανά βλέμμα στο κενό, λέξεις που δεν έβγαζες νόημα. Κρατούσα συνέχεια το χέρι, έτριβα την πλάτη και τον αυχένα, σηκώθηκα μόνο να πάω στο μπάνιο, ξαναγύρισα, πάλι εκεί, με χαρτομάντιλο στο ένα χέρι και το χέρι στο άλλο.
Έπειτα ήρθαν 4 ανιψιές του και δικές μου ξαδέρφες, μαζί τους ήρθε και μια μακρινή που ήταν βιολόγος, που είχε έρθει για διακοπές από την Αμερική, την κάλεσε μια από τις θείες, να τον δει, μέτρησε την πίεση και σφυγμούς, είδε τα φάρμακα που έπαιρνε, δεν μας έλεγε και πολλά, το μόνο που ανέφερε ήταν ότι είναι καλά που είμαστε όλοι κοντά του.
Θα είναι ο φόβος που νιώθουμε να μην μείνουμε μόνοι μας σε τέτοιες στιγμές, να έχουμε την ασφάλεια που μας παρέχει η ανθρώπινη παρουσία. Πως να νιώθει άραγε ένας άνθρωπος που ετοιμάζεται να φύγει; Φαντάζομαι να είναι όπως τα όνειρα, που βλέπεις ότι πέφτεις, βλέπεις το έδαφος, αισθάνεσαι ότι φοβάσαι, ότι θες από κάπου να πιαστείς, θέλεις να ξυπνήσεις, γιατί ξέρεις πως είναι όνειρο, κάποιος να σε πιάσει να σε τραβήξει, αλλά αν δεν φτάσεις λίγο πριν το έδαφος δεν θα ξυπνήσεις, είναι σαν έχεις διακόπτη. Κάπως έτσι θα είναι, ξέρεις ότι έρχεται το τέλος, αλλά έρχεται σιγά σιγά, το καταλαβαίνεις, μπορεί και να πονάς, και να χαίρεσαι που έρχεται, αλλά σκέφτεσαι τι αφήνεις πίσω, παιδιά, σύζυγο, φίλους, συγγενείς, δεν θες να τα αφήσεις, θες να ζήσεις, αλλά θα φτάσεις στο τέλος, δεν μπορεί να σε τραβήξει κανένας, άδικος κόπος οι προσπάθειες.
Κοιτούσε το κενό, οι κόρες διεσταλμένες, πνιχτά κλάματα και λόγια. Τον μικρό τον είχαν στείλει από νωρίς το πρωί στο σπίτι ξαδέρφης με μωρό για να απασχολείται με κάτι και να μην είναι πολλές ώρες στο σπίτι.
Έγειρε και σαν να κοιμήθηκε, ησυχία στο χώρο, κανείς δεν μιλούσε και κοιτούσε σαν να περίμενε.. έτριβα το χέρι, σαν να κοιμόταν φαινόταν, έβλεπες στο στήθος του τις ανάσες αραιές και βαθιές, κλαίγαμε αυτό που μας περίμενε, τον κοιτούσα που ήταν ήρεμος, πρόσεχα τις ανάσες του, που όλο και εξασθαινούσαν, έπιασα τους σφυγμούς, τους καταλάβαινα. Είναι τρελό, σκεφτόμουν, αντέχω; Οι ανάσες ακόμη πιο αραιές. Σκεφτόμουν, άλλη μία, άλλη μία, άλλη μία, άλλη μία. Τέλος. Ήταν αλήθεια η τελευταία; Τόσο απλά; Βγήκε η ψυχή;
Παιδιά, μία ανάσα το τέλος, απλή, εξασθενημένη, παρηγορητική, αδιέξοδη, λυτρωτική.
22/11, 18:10 το απόγευμα.
Έμεινε εκεί, με μισάνοιχτα μάτια και μισάνοιχτο στόμα, με κεφάλι στο πλάι. Κλαίγαμε, ξέραμε ότι θα ξεκουραστεί.
Πως είναι να πιάνεις ένα άψυχο σώμα, μέχρι τώρα μόνο τα έβλεπα, σε άλλες κηδείες, σε ταινίες. Δεν περίμενα τόσο σύντομα να πιάσω ένα τόσο κοντινό άτομο και μάλιστα τον πατέρα μου. Να ξέρεις ότι ό,τι έκανε αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του, το έκανε και αυτό ήταν, σε στιγμάτισε με τον οποιονδήποτε τρόπο, δεν θα υπάρχει. Θα είναι μια εικόνα, μια ιδέα, μόνο χαρτιά, μια ληξιαρχική πράξη θανάτου και φωτογραφίες και μνήμες..
Πέρασε η ώρα, ήρθε και ο άλλος αδερφός που ήταν έξω, πήραμε και τον άλλο από τα βόρεια να κατέβει, δυο-τρεις έφυγαν να ειδοποιήσουν, την εκκλησία, το γραφείο και συγγενείς.
Βγάλαμε τα μαξιλάρια και τον ξαπλώσαμε στην πλάτη της πολυθρόνας, κέρινο ομοίωμα μου θύμισε, είχε τα χαρακτηριστικά του αλλά σαν να μην ήταν αυτός.
Ένιωσα την ανάγκη να περάσω χρόνο μαζί του, το χρόνο που έχασα τόσα χρόνια με τις τυπικότητες, μαλώναμε συχνά, κρατούσα αποστάσεις αλλά τον αγαπούσα. Προσπαθούσα να βάλω στο μυαλό μου ότι οι ώρες που θα τον έβλεπα ήταν μετρημένες, πριν τον σκεπάσει το χώμα και αναπαυτεί.
Ήρθε ο κύριος από το γραφείο, πανικός για λίγο, η μάνα μου με τα μαντήλια να κλαίει, οι θείες κρύφτηκαν πάνω για να μην τον δουν να φεύγει από το σπίτι. Τον τοποθέτησαν στο φέρετρο, και κάπως έτσι βγήκε από το σπίτι, που έζησε όλη τη ζωή του, που το γκρέμισε και το ξανάφτιαξε από τα θεμέλια πριν 14 χρόνια, που σχεδίαζε χρόνια και έφτιαξε την αυλή το Καλοκαίρι, και δεν μπόρεσε να την ευχαριστηθεί. Από τα 12 δουλειά και σε 7 χρόνια σύνταξη.
Έλεγε στη μάνα μου ότι όταν γίνει καλά ήθελε να έρθει Καστοριά, να βάψουμε το σπίτι, ούτε αυτό πρόλαβε, τον πρόλαβε. Δεν ήθελε να πιστέψει μέχρι τον τελευταίο καιρό ότι κάτι τρέχει. Είχε ελπίδες και έκανε σχέδια, θα φτιάξω αυτό, μην ξεχάσω εκείνο, να πάρουμε και εκείνο, να κάνετε αυτό, ίσως για να μην τα ξεχάσουμε εμείς, που θα μέναμε πίσω.
Όλο το βράδυ κόσμος στο σπίτι, 3 ώρες ύπνο κοντά στο ξημέρωμα, να σηκωθείς, να ετοιμαστείς, να περιμένεις το χωριό να περάσει, και άλλους συγγενείς. Δεν άντεχα κάποια στιγμή, είχα κουραστεί, η συγκίνηση, το τρέξιμο και μια τελετή στις 3 το μεσημέρι κανονισμένη. Πέρασε η ώρα. Έφτανε η ώρα 2, κατεβήκαμε να περιμένουμε το αυτοκίνητο με τη σωρό. Αντίκρισε στην κολόνα το κηδειόχαρτο η μάνα μου, έκλαψε, δεν μου άρεσε που το είδα και εγώ, να βλέπεις γραμμένο το όνομα οικείου σου προσώπου.
Την κρατούσα από το μπράτσο και προχωρούσαμε ακριβώς πίσω από το αμάξι, δίπλα μου ο τρίτος, από την άλλη ο δεύτερος. Φτάσαμε στην εκκλησία, κόσμος και εκεί, μπήκαμε, το φέρετρο, σαν ψεύτικος μέσα. Κοίτα τον, για τελευταία φορά, έφτασαν τα 26 σου χρόνια και τα 24, και τα 20 και τα 11 να τον ζήσεις. η οικογένεια μπροστά όπως πάντα. Να κοιτάω χαμηλά και πότε πότε στο φέρετρο, να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω την κατάσταση. Άκουγα τα λόγια του παπά, πρώτη φορά που άκουγα τι λένε, μύριζα το λιβάνι και ένιωθα ναυτία. Και έφτασε το Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, κλάμα ακουγόταν, δάκρυα, η οικογένεια πρώτη, φίλησα την εικόνα, ακούμπησα το μάγουλο, παγωμένος και άκαμπτος, και η χαιρετούρα, να κάτσεις να σε χαιρετίσει ο κόσμος, άθλια διαδικασία.
Και η διαδρομή στο νεκροταφείο, κρύωνα θυμάμαι, δάκρυζα και κρατιόμουν, δεν έβλεπα σχεδόν. Πάνω από τον ανοιγμένο τάφο, όλοι γύρω, τα σχοινιά έτοιμα να τον κατεβάσουν, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, λουλούδια και χώμα στο νεκρό και αντίο, αναγκαστικό και πρόωρο..
Έμεινα όλη την εβδομάδα στο χωριό, κάναμε τα τριήμερα, κάθε δεύτερη μέρα πηγαίναμε για το καντήλι που δεν έπρεπε να σβήσει, να βλέπω τον τάφο και να σκέφτομαι το εσωτερικό, δάκρυα, σκέψεις, συγνώμες που έπρεπε να ειπωθούν. Δεν μπορούσα να συνηθίσω το σπίτι, δεν μπορούσα να ηρεμήσω, δεν είχα νεύρα, μια λύπη μόνο, μπορεί να έδειχνα καλά αλλά μέσα σου σε τρώει, όπως όλους αυτούς μήνες που μάθαμε τι μπήκε σπίτι μας. Τις νύχτες που έρχονταν όλες οι σκέψεις, που σκεφτόσουν και μετάνιωνες για πράγματα. Έκλαιγες, δεν κατάφερνες τίποτα. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για αυτά. Έλεγα λίγα και έμεναν μέσα πολλά. Θλίψη, πόνος, ένα αόρατο σύννεφο σκίαζε όλες τις μέρες. Λίγοι που το ήξεραν ρωτούσαν, έτσι έμενα μακριά. Να θλίβομαι μόνος μου. Μακάρι να μην υπάρχει τόσος πόνος. Γύρισα και ηρεμώ. Να περάσει ο καιρός. Στις 27 τα σαράντα.
Οι τελευταίοι μήνες ήταν δύσκολοι. Μπορεί να μην φαινόταν αλλά σε τρώει από μέσα. Είσαι έτοιμος να κλάψεις αναπάσα στιγμή. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό. Οι φίλοι ευτυχώς είναι εκεί, δια τηλεφώνου έστω. Η απουσία είναι πάντα απουσία.
Αντίο και, μετά από μήνες, ανάπαυση χωρίς πόνο..
*Σας ευχαριστώ όλους. Χωρίς σχόλια και αυτό. Σιγά σιγά θα ξαναγυρίσουμε στα παλιά. Σιγά σιγά όμως, όσο μας παίρνει να συνηθίσουμε στις ιδέες.
Ένας γέρος 100 ετών που πριν 4 μήνες ανέβαινε σε σκαλωσιές και φόρτωνε ξύλα. Μέσα σε τρεις εβδομάδες και κυρίως την τελευταία εβδομάδα, δεν μπορούσε να μιλήσει, να καταπιεί, να σηκωθεί. Είχε μείνει μόνο το δέρμα ζαρωμένο, το πρήξιμο είχε προχωρήσει στα πόδια, κάπου κάπου έβγαζαν υγρό. Οι τρίχες λιγοστές στο κεφάλι ακόμη και στο μουστάκι, που το είχε καμάρι τόσα χρόνια. Όλες άσπρες. Και το δέρμα άσπρο και τα μάτια. Χεράκια παιδιού με παραπανίσιο δέρμα.
Λίγο τρίψιμο στη πλάτη και ανασήκωμα από την άβολη θέση ήταν αρκετά για να νιώσει καλύτερα. Το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Τα μάτια πότε κλειστά πότε ανοιχτά, και το στόμα ανοιχτό για μεγάλες ανάσες. Δεν μιλούσε, πότε κοίταζε γύρω γύρω με μάτια ορθάνοιχτα, δεν μπορούσα να καταλάβω αν έβλεπε κάτι ή απλά έκανε την κίνηση. Και κάπου κάπου άκουγες "Θεέ μου", έλεγε και κοιτούσε ψηλά, σαν να περίμενε. Και πόνος που ερχόταν και έφευγε. Και κάτι τρομακτικό. Χανόταν, σαν να έπεφτε σε κόμμα, τα μάτια γύριζαν, βαριανάσαινε και έγερνε το κεφάλι, το κρατούσε μία από τις θείες, μέχρι να επανέλθει, 5, 10, 15 λεπτά και ξανά βλέμμα στο κενό, λέξεις που δεν έβγαζες νόημα. Κρατούσα συνέχεια το χέρι, έτριβα την πλάτη και τον αυχένα, σηκώθηκα μόνο να πάω στο μπάνιο, ξαναγύρισα, πάλι εκεί, με χαρτομάντιλο στο ένα χέρι και το χέρι στο άλλο.
Έπειτα ήρθαν 4 ανιψιές του και δικές μου ξαδέρφες, μαζί τους ήρθε και μια μακρινή που ήταν βιολόγος, που είχε έρθει για διακοπές από την Αμερική, την κάλεσε μια από τις θείες, να τον δει, μέτρησε την πίεση και σφυγμούς, είδε τα φάρμακα που έπαιρνε, δεν μας έλεγε και πολλά, το μόνο που ανέφερε ήταν ότι είναι καλά που είμαστε όλοι κοντά του.
Θα είναι ο φόβος που νιώθουμε να μην μείνουμε μόνοι μας σε τέτοιες στιγμές, να έχουμε την ασφάλεια που μας παρέχει η ανθρώπινη παρουσία. Πως να νιώθει άραγε ένας άνθρωπος που ετοιμάζεται να φύγει; Φαντάζομαι να είναι όπως τα όνειρα, που βλέπεις ότι πέφτεις, βλέπεις το έδαφος, αισθάνεσαι ότι φοβάσαι, ότι θες από κάπου να πιαστείς, θέλεις να ξυπνήσεις, γιατί ξέρεις πως είναι όνειρο, κάποιος να σε πιάσει να σε τραβήξει, αλλά αν δεν φτάσεις λίγο πριν το έδαφος δεν θα ξυπνήσεις, είναι σαν έχεις διακόπτη. Κάπως έτσι θα είναι, ξέρεις ότι έρχεται το τέλος, αλλά έρχεται σιγά σιγά, το καταλαβαίνεις, μπορεί και να πονάς, και να χαίρεσαι που έρχεται, αλλά σκέφτεσαι τι αφήνεις πίσω, παιδιά, σύζυγο, φίλους, συγγενείς, δεν θες να τα αφήσεις, θες να ζήσεις, αλλά θα φτάσεις στο τέλος, δεν μπορεί να σε τραβήξει κανένας, άδικος κόπος οι προσπάθειες.
Κοιτούσε το κενό, οι κόρες διεσταλμένες, πνιχτά κλάματα και λόγια. Τον μικρό τον είχαν στείλει από νωρίς το πρωί στο σπίτι ξαδέρφης με μωρό για να απασχολείται με κάτι και να μην είναι πολλές ώρες στο σπίτι.
Έγειρε και σαν να κοιμήθηκε, ησυχία στο χώρο, κανείς δεν μιλούσε και κοιτούσε σαν να περίμενε.. έτριβα το χέρι, σαν να κοιμόταν φαινόταν, έβλεπες στο στήθος του τις ανάσες αραιές και βαθιές, κλαίγαμε αυτό που μας περίμενε, τον κοιτούσα που ήταν ήρεμος, πρόσεχα τις ανάσες του, που όλο και εξασθαινούσαν, έπιασα τους σφυγμούς, τους καταλάβαινα. Είναι τρελό, σκεφτόμουν, αντέχω; Οι ανάσες ακόμη πιο αραιές. Σκεφτόμουν, άλλη μία, άλλη μία, άλλη μία, άλλη μία. Τέλος. Ήταν αλήθεια η τελευταία; Τόσο απλά; Βγήκε η ψυχή;
Παιδιά, μία ανάσα το τέλος, απλή, εξασθενημένη, παρηγορητική, αδιέξοδη, λυτρωτική.
22/11, 18:10 το απόγευμα.
Έμεινε εκεί, με μισάνοιχτα μάτια και μισάνοιχτο στόμα, με κεφάλι στο πλάι. Κλαίγαμε, ξέραμε ότι θα ξεκουραστεί.
Πως είναι να πιάνεις ένα άψυχο σώμα, μέχρι τώρα μόνο τα έβλεπα, σε άλλες κηδείες, σε ταινίες. Δεν περίμενα τόσο σύντομα να πιάσω ένα τόσο κοντινό άτομο και μάλιστα τον πατέρα μου. Να ξέρεις ότι ό,τι έκανε αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του, το έκανε και αυτό ήταν, σε στιγμάτισε με τον οποιονδήποτε τρόπο, δεν θα υπάρχει. Θα είναι μια εικόνα, μια ιδέα, μόνο χαρτιά, μια ληξιαρχική πράξη θανάτου και φωτογραφίες και μνήμες..
Πέρασε η ώρα, ήρθε και ο άλλος αδερφός που ήταν έξω, πήραμε και τον άλλο από τα βόρεια να κατέβει, δυο-τρεις έφυγαν να ειδοποιήσουν, την εκκλησία, το γραφείο και συγγενείς.
Βγάλαμε τα μαξιλάρια και τον ξαπλώσαμε στην πλάτη της πολυθρόνας, κέρινο ομοίωμα μου θύμισε, είχε τα χαρακτηριστικά του αλλά σαν να μην ήταν αυτός.
Ένιωσα την ανάγκη να περάσω χρόνο μαζί του, το χρόνο που έχασα τόσα χρόνια με τις τυπικότητες, μαλώναμε συχνά, κρατούσα αποστάσεις αλλά τον αγαπούσα. Προσπαθούσα να βάλω στο μυαλό μου ότι οι ώρες που θα τον έβλεπα ήταν μετρημένες, πριν τον σκεπάσει το χώμα και αναπαυτεί.
Ήρθε ο κύριος από το γραφείο, πανικός για λίγο, η μάνα μου με τα μαντήλια να κλαίει, οι θείες κρύφτηκαν πάνω για να μην τον δουν να φεύγει από το σπίτι. Τον τοποθέτησαν στο φέρετρο, και κάπως έτσι βγήκε από το σπίτι, που έζησε όλη τη ζωή του, που το γκρέμισε και το ξανάφτιαξε από τα θεμέλια πριν 14 χρόνια, που σχεδίαζε χρόνια και έφτιαξε την αυλή το Καλοκαίρι, και δεν μπόρεσε να την ευχαριστηθεί. Από τα 12 δουλειά και σε 7 χρόνια σύνταξη.
Έλεγε στη μάνα μου ότι όταν γίνει καλά ήθελε να έρθει Καστοριά, να βάψουμε το σπίτι, ούτε αυτό πρόλαβε, τον πρόλαβε. Δεν ήθελε να πιστέψει μέχρι τον τελευταίο καιρό ότι κάτι τρέχει. Είχε ελπίδες και έκανε σχέδια, θα φτιάξω αυτό, μην ξεχάσω εκείνο, να πάρουμε και εκείνο, να κάνετε αυτό, ίσως για να μην τα ξεχάσουμε εμείς, που θα μέναμε πίσω.
Όλο το βράδυ κόσμος στο σπίτι, 3 ώρες ύπνο κοντά στο ξημέρωμα, να σηκωθείς, να ετοιμαστείς, να περιμένεις το χωριό να περάσει, και άλλους συγγενείς. Δεν άντεχα κάποια στιγμή, είχα κουραστεί, η συγκίνηση, το τρέξιμο και μια τελετή στις 3 το μεσημέρι κανονισμένη. Πέρασε η ώρα. Έφτανε η ώρα 2, κατεβήκαμε να περιμένουμε το αυτοκίνητο με τη σωρό. Αντίκρισε στην κολόνα το κηδειόχαρτο η μάνα μου, έκλαψε, δεν μου άρεσε που το είδα και εγώ, να βλέπεις γραμμένο το όνομα οικείου σου προσώπου.
Την κρατούσα από το μπράτσο και προχωρούσαμε ακριβώς πίσω από το αμάξι, δίπλα μου ο τρίτος, από την άλλη ο δεύτερος. Φτάσαμε στην εκκλησία, κόσμος και εκεί, μπήκαμε, το φέρετρο, σαν ψεύτικος μέσα. Κοίτα τον, για τελευταία φορά, έφτασαν τα 26 σου χρόνια και τα 24, και τα 20 και τα 11 να τον ζήσεις. η οικογένεια μπροστά όπως πάντα. Να κοιτάω χαμηλά και πότε πότε στο φέρετρο, να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω την κατάσταση. Άκουγα τα λόγια του παπά, πρώτη φορά που άκουγα τι λένε, μύριζα το λιβάνι και ένιωθα ναυτία. Και έφτασε το Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, κλάμα ακουγόταν, δάκρυα, η οικογένεια πρώτη, φίλησα την εικόνα, ακούμπησα το μάγουλο, παγωμένος και άκαμπτος, και η χαιρετούρα, να κάτσεις να σε χαιρετίσει ο κόσμος, άθλια διαδικασία.
Και η διαδρομή στο νεκροταφείο, κρύωνα θυμάμαι, δάκρυζα και κρατιόμουν, δεν έβλεπα σχεδόν. Πάνω από τον ανοιγμένο τάφο, όλοι γύρω, τα σχοινιά έτοιμα να τον κατεβάσουν, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, λουλούδια και χώμα στο νεκρό και αντίο, αναγκαστικό και πρόωρο..
Έμεινα όλη την εβδομάδα στο χωριό, κάναμε τα τριήμερα, κάθε δεύτερη μέρα πηγαίναμε για το καντήλι που δεν έπρεπε να σβήσει, να βλέπω τον τάφο και να σκέφτομαι το εσωτερικό, δάκρυα, σκέψεις, συγνώμες που έπρεπε να ειπωθούν. Δεν μπορούσα να συνηθίσω το σπίτι, δεν μπορούσα να ηρεμήσω, δεν είχα νεύρα, μια λύπη μόνο, μπορεί να έδειχνα καλά αλλά μέσα σου σε τρώει, όπως όλους αυτούς μήνες που μάθαμε τι μπήκε σπίτι μας. Τις νύχτες που έρχονταν όλες οι σκέψεις, που σκεφτόσουν και μετάνιωνες για πράγματα. Έκλαιγες, δεν κατάφερνες τίποτα. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για αυτά. Έλεγα λίγα και έμεναν μέσα πολλά. Θλίψη, πόνος, ένα αόρατο σύννεφο σκίαζε όλες τις μέρες. Λίγοι που το ήξεραν ρωτούσαν, έτσι έμενα μακριά. Να θλίβομαι μόνος μου. Μακάρι να μην υπάρχει τόσος πόνος. Γύρισα και ηρεμώ. Να περάσει ο καιρός. Στις 27 τα σαράντα.
Οι τελευταίοι μήνες ήταν δύσκολοι. Μπορεί να μην φαινόταν αλλά σε τρώει από μέσα. Είσαι έτοιμος να κλάψεις αναπάσα στιγμή. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό. Οι φίλοι ευτυχώς είναι εκεί, δια τηλεφώνου έστω. Η απουσία είναι πάντα απουσία.
Αντίο και, μετά από μήνες, ανάπαυση χωρίς πόνο..
*Σας ευχαριστώ όλους. Χωρίς σχόλια και αυτό. Σιγά σιγά θα ξαναγυρίσουμε στα παλιά. Σιγά σιγά όμως, όσο μας παίρνει να συνηθίσουμε στις ιδέες.